- ἔχανεν
- χάσκωyawnaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι … Dictionary of Greek
χαίνω — ΝΜΑ 1. έχω ή σχηματίζω χάσμα (α. «το βάραθρο έχαινε μπροστά τους» β. «τότε μοι χάνοι εὐρεῑα χθών», Ομ. Ιλ.) 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός και κεχηνώς, υῑα, ός (λόγιος τ.) αυτός που χάσκει, ιδίως από έκπληξη, κατάπληκτος (α. «τόν… … Dictionary of Greek